κηδέστρια

κηδέστρια
κηδέστρια, ἡ (Α) [κηδεστής]
1. αυτή που φροντίζει το σπίτι, οικονόμος
2. αυτή που φυλάει κάποιον, φύλακας
3. η πεθερά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κηδέστρια — female attendant fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεστρίας — κηδεστρίᾱς , κηδέστρια female attendant fem acc pl κηδεστρίᾱς , κηδέστρια female attendant fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”